- μικρομέγαλος
- -η, -οπαιδί που έχει ύφος και συμπεριφορά μεγάλου ανθρώπου: Είναι μικρομέγαλος και πηγαίνει στο σχολείο φορώντας κοστούμι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μικρομέγαλος — η, ο μικρό παιδί που έχει ύφος, συμπεριφορά και χαρακτήρα μεγάλου ανθρώπου ή λέει λόγια που αρμόζουν σε μεγάλους, ώριμους ανθρώπους … Dictionary of Greek
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek
μεγαλόμικρος — μεγαλόμικρος, ον (Α) μεγάλος και μικρός ταυτοχρόνως, μικρομέγαλος … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek